ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΙΚΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΜΟΝΑΧΟΙ

Ἡ ἱερὰ Ἱστορία τοῦ ὄρους Σινᾶ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἁγιασμένη ὑποβλητικότητα τῆς σιναϊτικῆς ἐρήμου προσείλκυσε ἀπὸ πολὺ νωρὶς ἀναχωρητές, ποὺ ποθοῦσαν νὰ ἀγαπήσουν τὸν Θεὸ ὁλοκληρωτικὰ καὶ ἀναζητοῦσαν πρὸς τοῦτο τὶς πλέον πρόσφορες συνθῆκες.

Ἡ ὕπαρξη μοναστικῶν κοινοτήτων, στὶς ὁποῖες ἐνετάχθησαν οἱ ὁσιομάρτυρες Γαλακτίων καὶ Ἐπιστήμη ἤδη ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 3ου αἰῶνος, ἀναδεικνύει τὸ ὄρος Σινᾶ ὡς τὸν ἀρχαιότερο τόπο ὀργανωμένου Μοναχισμοῦ τῆς χριστιανοσύνης.

Ἡ σκήτη τοῦ ἁγίου Γαλακτίωνος
Τὰ ἐρείπια τῆς σκήτης τῆς ἁγίας Ἐπιστήμης

Μετὰ τὸ διάταγμα τῆς ἀνεξιθρησκίας τοῦ 313 μ.Χ, ὁ Μέγας Κωνσταν­τῖνος καὶ οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς διαδόχους του εὐνόησαν τὸν μοναχικὸ βίο, ὁ ὁποῖος μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἔλαβε ἰσχυρὴ ὤθηση. Ἐλλείψει διωγμῶν, ἡ μοναχικὴ ἀφιέρωση κατέστη πλέον γιὰ τοὺς πιστοὺς ἡ ἀπόλυτη ἔκφραση «θείου ἔρωτος». Οἱ Σιναΐτες μοναχοὶ ὀργανώνουν τώρα τὴν ζωή τους κυρίως στὴν περιοχὴ γύρω ἀπὸ τὴν ἁγία Βάτο, στοὺς πρόποδες τοῦ ὄρους Χωρήβ. Ἐκεῖ οἰκοδομεῖται καὶ ὁ πύργος «τῆς ἁγίας Ἑλένης», τὴν ὕπαρξη καὶ θέση τοῦ ὁποίου διέσωζε ζων­τανὴ ἡ σιναϊτικὴ παράδοση ἀποδίδον­τάς τον στὴν ἁγία Ἑλένη κα­τὰ τὸ προσκύνημά της στοὺς ἁγίους Τόπους (326), μέχρι τὴν χρονολόγησή του στὸν 4ο αἰῶνα (ἢ τὸ ἀργότερο στὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου) καὶ ἀπὸ τὰ σύγχρονα ἀρχαιολογικὰ πορίσματα. Οἱ περισσότεροι Μοναχοὶ ζοῦν προσευχόμενοι μέσα σὲ σπήλαια ἢ ἀπέριττες ἡσυχαστικὲς καλύβες μὲ ἀπόλυτη πτωχεία. Συγ­κεν­τρώνον­ται ὅμως ὅλοι τὶς Κυριακὲς στὸ «Κυριακὸν» τῆς Φλεγομένης Βάτου, γιὰ νὰ ἀκούσουν πνευματικὸ λόγο ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο, νὰ τελέσουν τὴν θεία Λειτουργία καὶ νὰ μεταλάβουν τὴν θεία Κοινωνία.

Γύρω στὸ 363, ὁ προσκυνητὴς μοναχὸς ὅσιος Ἰουλιανὸς ἀπὸ τὴν Μεσοποταμία, ἀνεγείρει ναὸ στὴν ἁγία Κορυφή, στὸν ὁποῖο τοποθετεῖται μόνιμος προσμονάριος πρὸς φύλαξη καὶ διακονία.

Περὶ τὸ 373 ἡ πόλις τῆς Φαρὰν προσχωρεῖ σύσσωμη στὸν χριστιανισμό, ἐνῶ ἀργότερα θὰ ἀποκτήσει καὶ Ἐπίσκοπο. Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 373 λαμβάνει χώρα ἡ τρομερὴ σφαγὴ τῶν ἐν Σινᾷ ἀναιρεθέν­των Ἀββάδων ποὺ διηγεῖται ὁ αὐτόπτης μάρτυς μοναχὸς Ἀμμώνιος, κα­τὰ τὴν ὁποία ἐμαρτύρησαν ἀπὸ Σαρακηνοὺς σαράν­τα Πατέρες, μεταξὺ πολλῶν ἄλλων ποὺ διεσώθησαν. Τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἡμέρα ἀπὸ τελείως διαφορετικὴ ἐπιδρομή Βλεμμύων τῆς Αἰθιοπίας, θανατώνον­ται σαράν­τα ἀκόμη Μοναχοὶ στὴν ἔρημο τῆς Ραϊθοῦς, μερικοὶ ἐκ τῶν ὁποίων εἶχαν ἤδη πάνω ἀπὸ ἑξήν­τα χρόνια διαμονῆς ἐκεῖ.

Στὰ 383–384 ἐπισκέπτεται τὸ Σινᾶ ἡ Ἰσπανίδα προσκυνήτρια Αἰθερία (ἢ Αἰγερία) καὶ μᾶς ἀφήνει τὸ θαυμάσιο ὁδοιπορικό της, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο συνάν­τησε ἀνθοῦσα μοναστικὴ κοινότητα στὸ ὄρος Χωρὴβ καὶ πέριξ αὐτοῦ, καὶ δὴ στὸν τόπο τῆς «θάλλουσας» ἁγίας Βάτου.

Κα­τὰ τὸν 5ο αἰῶνα ὁ ὅσιος Νεῖλος ὁ Σιναΐτης διηγεῖται γλαφυρὰ μιὰ νέα ἐπιδρομὴ Σαρακηνῶν καὶ νέα ὁμαδικὴ σφαγὴ ἐρημιτῶν.

Ο ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΣΙΝΑ

Μιὰ ἰδιαίτερη περίοδος περιφρουρήσεως τοῦ Σιναϊτικοῦ Μοναχισμοῦ ἀρχίζει κατὰ τὸν χρυσοῦν 6ο αἰῶνα, τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ Ἰουστινιανὸς Α´ (527-565) ἀνῆλθε στὸν θρόνο τῆς ἐκχριστιανισμένης ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας (τοῦ Βυζαντίου, ὅπως συνήθως ἀποκαλεῖται σήμερα) μὲ ἕδρα τὴν Νέα Ρώμη – Κωνσταντινούπολη. Μετὰ ἀπὸ αἴτηση τῶν Σιναϊτῶν ὁ φίλεργος βασιλεὺς ἀνοικοδομεῖ στὸν τόπο τῆς ἁγίας Βάτου μοναστήρι πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου μὲ ἀπόρθητο τεῖχος καὶ περικαλλέστατη Βασιλική, κα­θὼς ἐπίσης καὶ μιὰ ἐξίσου μεγαλοπρεπῆ Βασιλικὴ στὴν ἁγία Κορυφή. Ὁ Ἰουστινιανὸς προέβλεψε ἐπίσης γιὰ τὴν μόνιμη ἐγ­κατάσταση στρατιωτῶν, πρὸς ὑπεράσπισιν τῶν Μοναχῶν, κα­θὼς καὶ γιὰ ἐπαρκῆ σιτηρέσια ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Ἡ Μονὴ τῆς Βάτου ἔμελλε νὰ καταστεῖ ἔκτοτε τὸ σημεῖο ἀναφορᾶς τοῦ σιναϊτικοῦ Μοναχισμοῦ. Οἱ Σιναΐτες Πατέρες ἀπὸ τότε ὣς σήμερα μνημονεύουν χωρὶς διακοπὴ ἐπὶ 1500 χρόνια στὶς καθημερινὲς ἀκολουθίες τὰ ὀνόματα τῶν ἱδρυτῶν: «Ὑπὲρ τῶν μακαρίων καὶ ἀοιδίμων κτιτόρων τῆς ἁγίας Μο­νῆς ταύτης Ἰουστινιανοῦ καὶ Θεοδώρας τῶν αὐτοκρατόρων...»

Σὲ μιὰ ἀκτῖνα τριάν­τα τουλάχιστον χιλιο­μέ­τρων γύρω ἀπὸ τὴν Μονὴ, ἡ ἔρημος δίδει τὴν ἐν­τύπωση πολιτείας ἀναχωρητῶν. Ὁ Θολᾶς, ἡ λαύρα τοῦ Ἀρσελᾶ, ὁ χείμαρρος τοῦ Σίδδη, ὁ Γουδδᾶς, ἀναδεικνύον­ται πνευματικὲς παλαῖστρες καὶ ποτίζον­ται ἀπὸ τὰ δάκρυα καὶ τοὺς ἱδρῶτες τῶν ταπεινῶν ἀσκητῶν. Περισσότερα ἀπὸ πεν­τακόσια σημεῖα οἰκήσεως Μοναχῶν βεβαιοῦν­ται σήμερα ἀπὸ τὶς ἀρχαιολογικὲς ἔρευνες, ἐνῶ ἐκτιμᾶται ὅτι περίπου χίλια ἑπτακόσια κατεστράφησαν ὁλοσχερῶς στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων. Ἀσκητὲς οἰκουμενικοῦ διαμετρήματος διαβιοῦν τὴν ἐποχὴ αὐτὴ στὸ Σινᾶ, μὲ πιὸ γνωστὸ τὸν ὅσιο Ἰωάννη τὸν συγγραφέα τῆς Κλίμακος, ἔργου ποὺ κατέστη τὸ βασικὸ ἀνάγνωσμα καὶ τὸ θεμελιῶδες βοήθημα στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα τῶν Μοναχῶν καὶ ὄχι μόνον. Λίγο μετὰ ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος, ἡγούμενος τοῦ Σινᾶ, συγγράφει τὶς «Διηγήσεις» περὶ μοναχῶν τοῦ Σινᾶ, κα­θὼς καὶ τὸν «Ἀν­τιαιρετικὸ Ὁδηγό», ἐνῶ συμμετέχει καὶ ὁ ἴδιος ἐνεργὰ στὸν ἀν­τιαιρετικὸ ἀγῶνα τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κα­τὰ τῶν μονοφυσιτῶν.

Τὸ ἀνατολικὸ τεῖχος τῆς Μονῆς

Τὸ φρουριακὸ μοναστηριακὸ συγκρότημα περιέκλειε τὴν Ἁγία Βάτο, τὸ πηγάδι τοῦ Μωυσέως καὶ τὸν πύργο τῆς ἁγίας Ἑλένης, καὶ εἶχε σκοπὸ νὰ περιφρουρήσει τὴν προσευχὴ τῆς ἀκμάζουσας μοναστικῆς κοινότητος τοῦ Σινᾶ ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν βαρβάρων. Ταυτόχρονα ὅμως διεμήνυε καὶ τὴν ρωμαϊκὴ στρατιωτικὴ παρουσία στὶς ἐσχατιὲς τῆς αὐτοκρατορίας.

Ἑλληνικὲς ἐπιγραφὲς στὶς ὀριζόντιες δοκοὺς τῶν ζευκτῶν τῆς στέγης τοῦ Ναοῦ διασώζουν ἕως σήμερα τὰ ὀνόματα τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ καὶ τῆς συζύγου του Θεοδώρας (†548): «†ΥΠΕΡ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΣΕΒΕΣΤΑΤΟΥ ΗΜΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ», «†ΥΠΕΡ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΓΕΝΑΜΕΝΗΣ ΗΜΩΝ ΒΑΣΙΛΙΔΟΣ ΘΕΟΔΩΡΑΣ». Οἱ Σιναΐτες Πατέρες ἀπὸ τότε ὥς σήμερα μνημονεύουν χωρὶς διακοπὴ ἐπὶ 1500 χρόνια στὶς καθημερινὲς ἀκολουθίες τὰ ὀνόματά τους ὡς κτιτόρων τῆς Μονῆς: «Ὑπὲρ τῶν μακαρίων καὶ ἀοιδίμων κτιτόρων τῆς ἁγίας Μονῆς ταύτης Ἰουστινιανοῦ καὶ Θεοδώρας τῶν αὐτοκρατόρων...».

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ

Ἡ Σιναϊτικὴ ἔρημος ὑπῆρξε κατεξοχὴν παλαίστρα πνευματικῶν ἀγώνων καὶ ἐργαστήρι ἁγιότητος. Σὲ ὅλη τὴν ὀρεινὴ περιφέρεια τοῦ Σινᾶ ἔχουν ἐντοπιστεῖ περισσότερα ἀπὸ 500 σημεῖα ἀναμφισβήτητης ἐγκαταβιώσεως Μοναχῶν. Τὰ ἐντυπωσιακὰ ἰουστινιάνεια οἰκοδομήματα καὶ ἡ ἀσφάλεια ποὺ παρεῖχε ἡ ἐγκατασταθεῖσα στρατιωτικὴ φρουρὰ σηματοδότησαν καὶ τὴν περαιτέρω ἀνάπτυξη τῆς Μονῆς. Ὡστόσο, τὸ αὐξανόμενο κῦρος της, τὴν περίοδο αὐτή, ὀφείλεται ὁπωσδήποτε καὶ στὴν πνευματικὴ δραστηριότητα ὀνομαστῶν Πατέρων οἰκουμενικοῦ διατρήματος ποὺ διαβιοῦν ἐκεῖ. Κατὰ τὸν 6ο αἰῶνα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης συγγράφει τὴν Κλίμακα, ἔργο τεραστίας πνευματικῆς ἀξίας ποὺ ἀποτελεῖ τὸ καταστάλαγμα τῆς ἐμπειρίας τῶν πατέρων τῆς ἐρήμου καὶ καθιερώνεται ὡς τὸ κύριο ἐγχειρίδιο τοῦ μοναστικοῦ βίου τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ὄχι μόνον. Τὸν ἐπόμενο αἰῶνα ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος συνθέτει τὸν εὐρύτατα διαδεδομένο ἀντιαιρετικὸ Ὁδηγὸ καθὼς καὶ ἄλλα ἀσκητικὰ καὶ ποιμαντικὰ κείμενα. Τὰ ἔργα τῶν νηπτικῶν ἁγίων Ἡσυχίου καὶ Φιλοθέου θεωροῦνται θεμελιώδη στὴν ἡσυχαστικὴ ζωὴ καὶ τὴν νοερὰ προσευχή, καὶ συμπεριελήφθησαν στὴν συλλογὴ Φιλοκαλία. Ὅλα αὐτὰ καὶ πλῆθος ἄλλων ἔργων ποὺ δημιουργοῦνται στὸ πνευματικὸ κλίμα τῆς ἐρήμου, σφυρηλάτησαν τὴν φυσιογνωμία τοῦ Σιναϊτικοῦ μοναχισμοῦ καὶ ἐπέδρασαν καταλυτικὰ στὴν διαμόρφωση τῆς ἀσκητικῆς θεολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὣς σήμερα.

ΟΙ ΑΡΑΒΕΣ

Κατὰ τὸν 7ο αἰῶνα ἡ χερσόνησος τοῦ Σινᾶ περιέρχεται στὴν ἀραβικὴ ἐπικράτεια καὶ οἱ χριστιανοὶ τῆς περιοχῆς ἐξισλαμίζον­ται μαζικά. Ἡ ἕδρα τῆς Ἐπισκοπῆς μεταφέρεται ἀπὸ τὴν Φαράν στὴν Μονή, μὲ δικαιοδοσία σὲ ὅλη τὴν χερσόνησο τοῦ Σινᾶ, ἐνῶ σύν­τομα ἀνάγεται σὲ Ἀρχιεπισκοπή. Τὸ 869 συμμετέχει στὴν Σύνοδο τοῦ Μ. Φωτίου καὶ ὑπογράφει ὡς Ἐπίσκοπος Σινᾶ ὁ Κωνσταν­τῖνος (ἡ παλαιότερη γνωστὴ χρονολογία).

Κα­τὰ τὴν θαυμαστὴ πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ὀξυδερκῆ προνοητικότητα τῶν μοναχῶν τοῦ Σινᾶ, ὁ μοναχικὸς βίος συνεχίζεται σχε­δὸν ἀπρόσκοπτα, χάρις στὴν προσωπικὴ Διαθήκη (Ahdname) ποὺ εἶχε παραχωρήσει στὴν Μονὴ ὁ ἱδρυτὴς τῆς νέας θρησκείας Μωάμεθ κατόπιν αἰτήσεως τῶν Σιναϊτῶν τὸ 2ο ἔτος τῆς Ἑγίρας (623 μ.Χ). Σύμφωνα μὲ τὴν σιναϊτικὴ παράδοση, ὁ Μωάμεθ εἶχε ἐπισκεφθεῖ τὴν Μονὴ τοῦ Σινᾶ κα­τὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐμ­πορικῶν του περιοδειῶν καὶ εἶχε γνωριστεῖ μὲ τοὺς Μοναχούς. Στὸ Κοράνι μνημονεύει τοὺς ἱεροὺς τόπους τοῦ Σινᾶ: «Ὅταν δεχθήκαμε τὴν συνθήκη σας καὶ ὑψώσαμε πάνω σας τὸ Ὄρος καὶ εἴπαμε: Πάρετε στὰ σοβαρὰ ὅ,τι σᾶς δώσαμε καὶ ἀκούσατε προσεκτικά» (2/93). Ὁ «ἀχτιναμές», ἐπικυρωμέ­νος μὲ τὸ ἀποτύπωμα τῆς ἴδιας τῆς παλάμης του, διατρανώνει τὴν εὔνοιά του πρὸς τοὺς Μοναχούς, ζητᾶ ἀπὸ τοὺς μουσουλμάνους νὰ τοὺς ὑπερασπίζον­ται καὶ νὰ τοὺς ἀφήνουν ἀπερίσπαστους στὰ θρησκευτικά τους καθήκον­τα, προστατεύει τὴν Μονὴ καὶ τὴν περιουσία της ἀπὸ ὁποιαδήποτε ζημία καὶ ἀπαγορεύει τὴν εἴσπραξη φόρων ἀπὸ αὐτήν.

Τὸν ἀχτιναμὲ σεβάστηκαν λιγότερο ἢ περισσότερο σχε­δὸν ὅλοι οἱ ἐπερχόμενοι κατακτητές, ἐνῶ πολλοὶ ἐξ αὐτῶν ἐξέδιδαν καὶ νέα φιρμάνια ποὺ ἀνανέωναν τοὺς ὁρισμούς του. Τὸ γεγονὸς τῆς συνυπάρξεως τοῦ σιναϊτικοῦ μοναχισμοῦ καὶ τῶν μουσουλμάνων ἐπὶ 14 αἰῶνες τώρα, ἀποδεικνύει τὸν ἔμ­πρακτο σεβασμὸ τοῦ μουσουλμανικοῦ κόσμου ἐν γένει πρὸς τὶς ἐν­τολὲς τοῦ Προφήτη του. Οἱ Σιναΐτες πάλι ἐπέδειξαν πάν­τοτε ἰδιαίτερα συνετὴ καὶ διακριτικὴ στάση ἀπέναν­τί τους, καὶ μάλιστα πρὸς τοὺς ἐξισλαμισθέν­τες βεδουΐνους, μὲ τοὺς ὁποίους διετήρησαν παν­τοτινὴ ἀγαστὴ σχέση. Στὰ πλαίσια τῶν λεπτῶν αὐτῶν ἰσορροπιῶν ἀναγ­κάζον­ται πολλὲς φορὲς νὰ θυσιάσουν τοὺς πολύτιμους θησαυρούς, χρησιμοποιών­τας τους ὡς ἐξιλαστήρια μέσα καὶ ἀποψιλώνον­τας τὴν Μονή ἀπὸ ἔργα κυρίως χρυσοχοΐας καὶ ἀργυροχοΐας. Κα­τὰ τὸν 11ο αἰῶνα μάλιστα ἱδρύουν μουσουλμανικὸ τέμενος ἐν­τὸς τῆς Μο­νῆς, κάτι ποὺ ἴσως δὲν ἔχει ὅμοιό του σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Ἡ κίνηση αὐτὴ φαίνεται νὰ σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὴν ἀναχαίτιση τῆς σαρωτικῆς ἐπελάσεως τοῦ χαλίφη Ἀλ-Χάκεμ (ἀρχὲς 11ου αἰῶνος).

Μὲ τὴν ἀραβικὴ κατάκτηση ὁ ἀναχωρητικὸς μοναχισμὸς συρρικνώνεται καὶ περιορίζεται βασικὰ ἐν­τὸς τῶν τειχῶν τῆς Μο­νῆς. Κα­θὼς οἱ δίαυλοι ἐπικοινωνίας μὲ τὴν ὀρθόδοξη ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία ἔχουν δυσχεράνει, ἡ προσέλευση νέων Μοναχῶν μειώνεται δραματικά. Σύμφωνα μὲ στοιχεῖα τῆς ἐποχῆς, τὸ ἔμψυχο δυναμικὸ τῆς Μο­νῆς στὶς ἀρχὲς τοῦ 9ου αἰῶνος ἀνέρχεται μόλις στοὺς 30 Μοναχούς. Παρὰ ταῦτα, καὶ μολονότι οἱ ἱστορικὲς πληροφορίες εἶναι λιγοστές, τὸ πλῆθος καὶ ἡ ἄφθαστη ποιότητα τῶν ἔργων τέχνης ποὺ ἀενάως παράγον­ται στὴν Μονὴ ἢ φθάνουν ἀπὸ τὴν Κωνσταν­τινούπολη καὶ τὰ Ἱεροσόλυμα ὅλη αὐτὴν τὴν περίοδο μέχρι τὸν 16ο αἰῶνα, μαρτυροῦν τὴν ἀδιάκοπη λειτουργία της, κα­θὼς καὶ τὸν ἀδιασάλευτο σύνδεσμό της μὲ τὶς λοιπὲς ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Εἰκόνες ὑψηλοτάτης στάθμης ἁγιογραφοῦν­ται διαρκῶς, ὀγ­κώδη βιβλία καλλιγραφοῦν­ται καὶ διακοσμοῦν­ται μὲ τὴν μέγιστη δυνατὴ ἐπιμέλεια, μουσικοὶ κώδικες τῆς ἐποχῆς ἀπευθύνον­ται σὲ λίαν κατηρτισμένους ἱεροψάλτες. Συνάμα, μεγάλες μορφὲς συνεχίζουν νὰ κοσμοῦν τὴν σιναϊτικὴ ἔρημο, ὅπως ὁ ἅγιος Ἡσύχιος, ἡγούμενος τῆς Βάτου, στὰ τέλη τοῦ 12ου αἰῶνος. Ἡ νηπτικὴ διδασκαλία του θεωρεῖται θεμελιώδης στὴν ἡσυχαστικὴ ζωὴ καὶ τὴν νοερὰ προσευχή, καὶ μαζὶ μὲ ἐκείνην τοῦ ἁγίου Φιλοθέου τοῦ Σιναΐτου συμ­περιελήφθη στὴν συλλογὴ Φιλοκαλία. Ὁ πατριάρχης Κωνσταν­τινουπόλεως Γεννάδιος (1454) ἀποκαλεῖ τὴν Μονῆ τοῦ Σινᾶ «ἡμέτερον καύχημα», ἐκφράζον­τας ἀν­τιπροσωπευτικὰ τὴν βαθιὰ ἐκτίμηση καὶ τὸν σεβασμὸ ὅλων τῶν ὀρθοδόξων.

Κα­τὰ τὴν περίοδο ἐκείνη, ἀρκετοὶ Χριστιανοὶ προσέφυγαν στὴν Μονὴ γιὰ προστασία, ὅπως Γεωργιανοὶ Μοναχοὶ ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Παλαιστίνης, προσκομίζον­τας μαζί τους σημαν­τικὰ κείμενα, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸ Χρονικὸ τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τοῦ γένους τους.

ΣΙΝΑ ΚΑΙ ΔΥΣΗ

Περὶ τὸ 1025 ὁ ἡγούμενος τοῦ Σινᾶ ἅγιος Συμεὼν ὁ πεν­τάγλωσσος μεταβαίνει στὴν Γαλλία μεταφέρον­τας μαζί του λείψανα τῆς ἁγίας Αἰ­κα­τε­ρί­νης. Στὴν Δύση θὰ παραμείνει μέχρι τὸ 1035, ὁπότε ἐκοιμήθη ὡς ἔγ­κλειστος στὴν πόλη Trèves. Ἡ ἀποδημία αὐτὴ ὑπῆρξε ἡ πρώτη ἀφορμὴ τῆς εὐρείας γνωριμίας τῶν Εὐρωπαίων μὲ τὴν Μεγαλομάρτυρα καὶ τῆς μεγάλης εὐλαβείας μὲ τὴν ὁποία θὰ τὴν περιβάλλουν εἰς τὸ ἑξῆς.

Ἡ διάδοση τῆς τιμῆς της ἐπεκτείνεται κα­τὰ τὸν 12ο αἰῶνα ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους ποὺ περνοῦν εἰρηνικὰ ἀπὸ τὸ Σινᾶ καὶ ἡ φήμη τῆς Μο­νῆς ἀποκτᾶ παγ­κόσμια ἐμβέλεια. Οἱ βασιλεῖς τῆς δυτικῆς Εὐρώπης καὶ δὴ οἱ δόγες τῆς Βενετίας σπεύδουν νὰ ἐκδηλώσουν μὲ κάθε τρόπο τὴν φρον­τίδα τους πρὸς τὴν Μονὴ καὶ μάλιστα μὲ σειρὰ εὐνοϊκῶν διαταγμάτων καὶ ὁρισμῶν ἀφενὸς καὶ πολύτιμα ἀφιερώματα ἀφετέρου. Οἱ Πάπες τῆς Ρώμης ὑπερασπίζον­ται συστηματικὰ τὴν Μονὴ καὶ τὴν ἀνὰ τὸν κόσμο περιουσία της, ἀρχῆς γενομένης μὲ τὴν περίφημη βούλα τοῦ Ὀνωρίου Γ΄ τὸ 1217.

Ὁ σεβασμὸς ποὺ ἀπολαμβάνει ἡ Μονὴ ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς τῆς Εὐρώπης ἐνισχύει τὸ κῦρος της καὶ συμβάλλει ἀκόμη περισσότερο στὴν διαφύλαξή της ἀπὸ ὀλέθριες ἐξελίξεις, παρὰ τὶς κα­τὰ καιροὺς διώξεις ποὺ ὑφίσταται. Τὸ Σινᾶ, διαφυλάσσον­τας ἐν τούτοις ἀδιαπραγμάτευτη καὶ ἀνόθευτη τὴν ὀρθόδοξη ὁμολογία, καθίσταται καὶ πάλι πόλος ἕλξεως Μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι, σύμφωνα μὲ δύο διαφορετικὲς πηγές, φθάνουν στὰ μέσα τοῦ 14ου αἰῶνος τοὺς 350-400.

ΟΙ ΟΘΩΜΑΝΟΙ

Μετὰ τοὺς Φατιμίδες χαλίφες (969–1171) καὶ τοὺς Μαμελούκους βασιλεῖς τῆς Αἰγύπτου (1250–1517), ἔρχεται ἡ σειρὰ τῶν Ὀθωμανῶν νὰ διαδεχθοῦν τοὺς Ἄραβες καὶ νὰ κυριαρχήσουν στὴν εὐρύτερη περιοχή. Ὁ σουλτάνος Σελὶμ Α΄, μετὰ τὴν κατάκτηση τοῦ Καΐρου (1517), ἀναγνωρίζει τὸ κῦρος τοῦ ἀχτιναμὲ καὶ ἐπεκτείνει τὰ προνόμια τῆς Μο­νῆς, κάτι ποὺ θὰ μιμηθοῦν καὶ οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς διαδόχους του. Τὸ Σινᾶ εὑρίσκεται πάλι, μετὰ ἀπὸ ἐννέα περίπου αἰῶνες, στὴν ἴδια ἐπικράτεια μὲ τὴν Κωνσταν­τινούπολη καὶ τὴν ὑπόλοιπη, ὑπόδουλη πλέον, ρωμιοσύνη. Ὁ ζωτικὸς σύνδεσμός του μὲ τὴν ἐθναρχία τοῦ οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀποκαθίσταται ἀνεμ­πόδιστα. Οἱ δοκιμαζόμενοι ραγιάδες προσβλέπουν στὴν Μονὴ τοῦ Σινᾶ ὡς φάρο πνευματικὸ καὶ θεματοφύλακα τοῦ Μοναχισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Γεράσιμος Β΄ (1688-1710) ἐγκωμιάζει τὴν Μονὴ γράφοντας χαρακτηριστικὰ ὅτι «ὡς κρῖνον εὐθαλλὲς εὐωδιάζει, καὶ ὡς ρόδον μυρίπνοον ἐν μέσῳ ἀκανθῶν μέσα εἰς ἐκείνην τὴν ἄνυδρον καὶ σιδηρᾶν ἔρημον ἀναθάλλει».

Σιναϊτικὰ Μετόχια ἱδρύον­ται σὲ ὅλον τὸν κόσμο, ἀπὸ τὶς Ἰνδίες μέχρι τὴν Γαλλία καὶ τὴν Ρωσσία, ἐνῶ ὅλοι σχε­δὸν οἱ ὀρθόδοξοι βασιλεῖς, καὶ μάλιστα τῆς μακρυνῆς Γεωργίας, σπεύδουν νὰ τῆς ἐκδηλώσουν μὲ διαφόρους τρόπους τὴν εὐλάβεια καὶ ἐκτίμησή τους. Οἱ ἡγεμόνες τῆς Μολδοβλαχίας ἀναλαμβάνουν τὸν ρόλο τοῦ ὑψηλοῦ προστάτου της, ἐκδίδουν δεκάδες προνομιακῶν χρυσοβούλλων ἀπὸ τὸν 16ο ἕως τὸν 18ο αἰῶνα καὶ τῆς ἀφιερώνουν μέχρι καὶ ὁλόκληρα μοναστήρια. Ἀναφέρεται ὅτι διέθετε ἰδιόκτητο πλοῖο μὲ τὸ ἔμβλημα τῆς ἁγίας Αἰ­κα­τε­ρί­νης πρὸς μεταφορὰν προμηθειῶν, τὸ ὁποῖο ἀπελάμβανε ἀπεριορίστου σεβασμοῦ ἀπὸ χριστιανοὺς καὶ μουσουλμάνους καὶ ἐδικαιοῦτο παν­τοῦ τὴν ἐλεύθερη καὶ ἀδασμολόγητη διέλευση. Ἄλλα πλοῖα, ὅταν συνοδεύον­ταν ἀπὸ ἔγγραφα ποὺ βεβαίωναν πὼς μεταφέρουν ἀγαθὰ τῆς Μο­νῆς, ταξίδευαν παν­τελῶς ἀνενόχλητα, ἀκόμη καὶ ἀπὸ πειρατές.

Τὴν περίοδο αὐτὴ ἐπικυρώνεται μὲ πατριαρχικὲς πράξεις τὸ ἀπ᾿ αἰώνων ἐκκλησιαστικὸ αὐτοδιοίκητο καὶ ἡ αὐτονομία τῆς Μο­νῆς τοῦ Σινᾶ, κα­θὼς καὶ ἡ ἐκλογὴ τοῦ ἑκάστοτε ἀρχιεπισκόπου Σινᾶ καὶ ἡγουμένου τῆς Μο­νῆς ἀποκλειστικῶς ἀπὸ τὴν Σιναϊτικὴ ἀδελφότητα. Ἡ χειροτονία του ὡς Ἀρχιερέως συνεχίζει νὰ διενεργεῖται ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων, πρὸς τὸν ὁποῖο καὶ ἡ προσωπική του ἀναφορά.

Ἰδιαίτερος δεσμὸς καλλιεργεῖται μὲ τὴν Κρήτη, ὅπου διατηροῦν­ται ἀρκετὰ σιναϊτικὰ Μετόχια. Κα­τὰ τὸν 16ο αἰῶνα συνίσταται στὸν Χάνδακα σιναϊτικὴ σχολὴ ὅπου μαθητεύουν ὀνομαστοὶ ἄνδρες τῆς ἐποχῆς, ἐνῶ πλειάδα λογίων Μοναχῶν καὶ Ἀρχιεπισκόπων κοσμεῖ τὶς τάξεις τῆς Σιναϊτικῆς Ἀδελφότητος μὲ ἀποκορύφωμα στὸν 18ο αἰῶνα.

ΝΕΩΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

Κα­τὰ τὴν νικηφόρο ἐκστρατεία του στὴν Αἴγυπτο (1798–1804) ὁ Ναπολέων Βοναπάρτης, συνεχίζοντας τὴν παράδοση, θέτει καὶ αὐτὸς τὴν Μονῆ τοῦ Σινᾶ ὑπὸ τὴν προστασία του. Μὲ τὸ «Ἀσφαλιστήριο Ἔγγραφό» του, τὸ ὁποῖο φυλάσσεται στὸ Σκευοφυλάκιο τῆς Μο­νῆς, ἀνεγνώρισε καὶ ἀνανέωσε ὅλα τὰ προνόμιά της, ἐνῶ παράλληλα συνεισέφερε καίρια στὴν ἐπιδιόρθωση τοῦ βορείου τμήματος τοῦ τείχους μετὰ ἀπὸ τὴν καταρρακτώδη βροχὴ τοῦ 1798 καὶ τὸν ἀνεξέλεγ­κτο χείμαρρο ποὺ προκάλεσε.

Ἀπὸ τὸν 19ο αἰῶνα μέχρι σήμερα, ἡ χερσόνησος τοῦ Σινᾶ εὑρίσκεται στὴν διοικητικὴ ἐπικράτεια τῆς σύγχρονης Αἰγύπτου, αὐτόνομου τμήματος τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας ἀρχικά, ὑπὸ ἀγγλικὴ διοίκηση στὴν συνέχεια, καὶ ἀνεξάρτητης κατόπιν, μὲ ἕνα μικρὸ διάλειμμα ἰσραηλινῆς κατοχῆς (1967–80). Ἡ πολιοῦχος τῆς Μο­νῆς ἁγία Αἰ­κα­τε­ρί­να μεριμνᾶ νὰ στέλνει πάν­τοτε Μοναχούς, οἱ ὁποῖοι παραλαμβάνουν τὴν σκυτάλη τῆς σιναϊτικῆς παραδόσεως ἀπὸ τοὺς παλαιοτέρους γιὰ νὰ τὴν μεταλαμ­παδεύσουν στοὺς νεωτέρους. Στὶς ἡμέρες μας πλέον τὸ Σινᾶ καυχᾶται καὶ γιὰ τὴν ἐγ­καταβίωση τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου (1962–1964), ὁ ὁποῖος ἀπήλαυσε ἐδῶ ὑψηλοτάτων θεϊκῶν ἐμ­πειριῶν καὶ ἑτοιμάστηκε ἀπὸ τὴν θεία Πρόνοια γιὰ τὴν μετέπειτα διακονία του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους.

Τὸ μεγάλο καὶ ζων­τανὸ θαῦμα τῆς ἐπιβιώσεως τῆς Σιναϊτικῆς Ἀδελφότητος, ὅπως ἐπίσης καὶ τῆς Ἁγιοταφικῆς, συνεχίζεται, στοὺς δύο τόπους ὅπου ὁ Θεὸς ἐπέλεξε γιὰ νὰ φανερωθεῖ στοὺς ἀνθρώπους.

Ὁ ἅγιος Παΐσιος στὸ Κάθισμα τοῦ ἁγίου Γαλακτίωνος