ΑΓΙΑ ΒΑΤΟΣ

Λιτὴ ἀλλὰ πολὺ ζωντανὴ εἶναι ἡ περιγραφὴ τῆς Αἰθερίας, ποὺ ἐπισκέφθηκε τὸ Σινᾶ στὰ 383-384 μ.Χ: «... ἐκεῖ ὑπῆρχαν πολλὰ κελλία ἁγίων ἀνδρῶν καὶ μία ἐκκλησία, εἰς τὸν τόπον ὅπου εἶναι ἡ Βάτος. Μέχρι τῶν ἡμερῶν μας ὑπάρχει αὐτὴ ἡ βάτος, θαλερὴ καὶ μὲ βλαστοὺς καινούριους. ... Ἐμπρὸς εἰς τὴν ἐκκλησίαν εἶναι ἕνας πολὺ ὡραῖος κῆπος, μὲ ἐξαιρετικὸ καὶ ἄφθονο νερό, καὶ μέσα εἰς τὸν κῆπο αὐτὸν εἶναι ἡ βάτος».

Ἡ Φλεγομένη Βάτος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀποτέλεσε τὸ κριτήριο ἐπιλογῆς τοῦ τόπου ἐγκαθιδρύσεως τοῦ πρώτου ὀχυρωματικοῦ πύργου (τοῦ 4ου αἰ.), συνοδευομένου ἀπὸ ναὸ ἀφιερωμένο στὴν Θεοτόκο. Ὁ τόπος αὐτὸς προκρίθηκε καὶ ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανὸ γιὰ τὸ κτίσιμο τῆς Μονῆς, ἔναντι τῆς ἁγίας Κορυφῆς, ἱερότερης μέν, δυσπρόσιτης δέ.

Τὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς κτίσθηκε ἔμπροσθεν τῆς ἁγίας Βάτου (πρὸς δυσμάς), καὶ τὴν πλαισίωσε ἑκατέρωθεν ἀπὸ δύο παστοφόρια-παρεκκλήσια (τοῦ ἁγίου Ἰακώβου καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων) ὡς προεκτάσεις τοῦ Καθολικοῦ, μὲ ἐξόδους πρὸς τὸ σημεῖο τῆς Βάτου. Σύμφωνα μὲ τὴν μαρτυρία τοῦ Προκοπίου (τοῦ ἱστορικοῦ τοῦ Ἰουστινιανοῦ), ἡ Μονὴ τοῦ ὄρους Σινᾶ ἀφιερώθηκε ἀπὸ τοὺς κτίτορες στὴν Θεοτόκο, τὴν ὁποία προετύπωνε τὸ θαῦμα τῆς Ἀκαταφλέκτου Βάτου.

Πολὺ σύντομα μετὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τοῦ Καθολικοῦ, στὰ τέλη τοῦ 6ου αἰῶνος, ἡ Βάτος μετεφέρθη ὀλίγον ἀνατολικώτερα, στὸν ἀνοικτὸ παρακείμενο χῶρο. Ἡ ἕως τότε ἀνοικτὴ ἀνατολικὴ πλευρά τοῦ χώρου κτίστηκε, στὸ ἀρχικὸ σημεῖο τῆς Βάτου θεμελιώθηκε ἁγία Τράπεζα καὶ ἔτσι προέκυψε τὸ σημερινὸ παρεκκλήσι τῆς ἁγίας Βάτου. Πρόκειται ἀναμφίβολα γιὰ τὸ σπουδαιότερο παρεκκλήσι τῆς Μονῆς ἐξ ἀπόψεως λατρευτικῆς. Μεταξὺ τῶν κειμηλίων του, ξεχωρίζει ψηφιδωτὸς Σταυρὸς τοῦ 10ου αἰῶνος, ποὺ κοσμεῖ τὸ τεταρτοσφαίριο τῆς κόγχης.

Οἱ πρώ­ιμες εἰκόνες τῆς Μονῆς, σημαντικότατες γιὰ τὴν ἱστορία τῆς εἰκόνας, ταυτίζουν εἰκονιστικὰ τὴν Θεοτόκο μὲ τὴν Φλεγομένη Βάτο. Ἡ «Θεοτόκος τῆς Βάτου» ἑορτάζει στὶς 25 Μαρτίου, κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Στὸ παρεκκλήσι τῆς Βάτου τελεῖται κάθε Σάββατο ἡ θεία Λειτουργία. Ἀκόμη καὶ σήμερα ὁ προσκυνητὴς εἰσέρχεται στὸν ἁγιώτατο αὐτὸν τόπο ἀνυπόδητος, εἰς ἀνάμνησιν τοῦ θείου κελεύσματος πρὸς τὸν Μωυσῆ.